πολυτάραχος — tumultuous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτάραχος — η, ο / πολυτάραχος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προκαλεί, που επιφέρει πολλή ταραχή, ο αίτιος πολλού θορύβου, ο ταραχώδης 2. (για θάλασσα) τρικυμιώδης νεοελλ. μτφ. περιπετειώδης («πολυτάραχη ζωή»). επίρρ... πολυτάραχα Ν με πολυτάραχο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πολυταράχως — πολυτάραχος tumultuous adverbial πολυτάραχος tumultuous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτάραχον — πολυτάραχος tumultuous masc/fem acc sg πολυτάραχος tumultuous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυταράχοις — πολυτάραχος tumultuous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυταράχου — πολυτάραχος tumultuous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυταράχους — πολυτάραχος tumultuous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυταράχων — πολυτάραχος tumultuous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυταράχῳ — πολυτάραχος tumultuous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτάραχοι — πολυτάραχος tumultuous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)